θῦμα — victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — θύμᾱ , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — το, ατος 1. ζώο που προσφέρεται θυσία στους θεούς: Οδήγησε το θύμα στο βωμό. 2. αυτός που θυσιάζεται εκούσια για κάποιο σκοπό: Θύματης αγάπης του προς την πατρίδα. 3. αυτός που έχει σκοτωθεί: Αναφέρθηκε μεγάλος αριθμός θυμάτων. – Στο σεισμό δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θῦμ' — θῦμα , θῦμα victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμ' — θύμα , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl θύμε , θύμος Cretan thyme masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμαθ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύματ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα … Dictionary of Greek
θυμάτιον — θυμάτιον, τό (Α) υποκορ. τού θύμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek